εκτρέπομαι

εκτρέπομαι
deviate

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκτρέπομαι — εκτρέπομαι, (εκτράπηκα) βλ. πίν. 180 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐκτρέπομαι — ἐκτρέπω turn out of the course pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκτρέπομαι — ΜΑ [ἐκτρέπομαι] 1. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον («τὰ τοῡ δήμου θράση συνεκτραπέντα τοῡ τυράννου τῇ μέθῃ», Πισίδ.) 2. απόλ. εκτρέπομαι συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • υπερεκτρέπομαι — Α εκτρέπομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκτρέπομαι «βγαίνω από τη θέση μου, παρεκτρέπομαι»] …   Dictionary of Greek

  • απεκκλίνω — 1. απομακρύνομαι από κάποιο σημείο 2. κλίνω προς διαφορετική από τη σωστή κατεύθυνση, εκτρέπομαι από το σωστό …   Dictionary of Greek

  • αποκλίνω — (AM ἀποκλίνω) 1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση 2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια 3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι νεοελλ. 1. ξεφεύγω από το κανονικό 2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του αρχ. μσν. φεύγω αρχ. 1. κάνω να κλίνει προς… …   Dictionary of Greek

  • εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εξυβρίζω — και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω) χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. ατιμάζω, ντροπιάζω αρχ. 1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • ξεφεύγω — 1. κατορθώνω να διαφύγω από κάποιον που μέ καταδιώκει ή να αποφύγω κάτι που μέ βασανίζει, γλυτώνω από κάποιον ή από κάτι 2. περνώ απαρατήρητος, δεν επισημαίνομαι («ξέφυγε ένα σοβαρό λάθος στο κείμενο») 3. αλλάζω θέμα συζήτησης με επιτήδειο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”